- μεσεύω
- μεσεύω (Α) [μέσος]1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.)2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», Αριστοτ.)3. μένω ουδέτερος, δεν παίρνω το μέρος κανενός («ἐπεὶ δὲ κατελθόντες οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ προθύμως συνεμάχουν τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.